διαδρηπετεύω

Revision as of 10:49, 31 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (LSJ2 replacement)

English (LSJ)

v. διαδρηστεύω.

Greek Monotonic

διαδρηστεύω ή διαδρηπετεύω: τρέπομαι σε φυγή, δραπετεύω, αυτομολώ, σε Ηρόδ.· διόρθωση για το δι-επρήστευσε, το οποίο δεν έχει νόημα.

Middle Liddell

<form type="infl"><orth extent="full" lang="greek">δι-επρήστευσε</orth></form> [a correction for διεπρήστευσε, which has no meaning.]
to run off, go over to, Hdt.