σάλαγξ

Revision as of 11:02, 31 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (LSJ2 replacement)

English (LSJ)

ἰχθῦς ἀγαθός, καὶ μεταλλικὸν σκεῦος, Hsch. (Cf. σάλαξ, σηλαγγεύς.)

Greek Monolingual

Α
(κατά τον Ησύχ.) «ἰχθὺς ἀγαθὸς καὶ μεταλλικὸν σκεῡος».
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάλαξ, -ακος «κόσκινο τών μεταλλουργών», με εκφραστικό έρρινο ένθημα -γ-].