μυϊκός
English (LSJ)
ή, όν, of or belonging to a fly, Gloss.
Greek Monolingual
-ή, -ό
(ανατ. -βιολ.)
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους μυς ή αυτός που αποτελείται από μυς (α. «μυϊκή δύναμη» β. «μυϊκή λειτουργία» γ. «μυϊκός ιστός»)
2. φρ. α) «μυϊκές ίνες» — τα χαρακτηριστικού επιμήκους σχήματος κύτταρα από τα οποία απαρτίζονται οι μύες και τα οποία διακρίνονται σε γραμμωτά μυϊκά κύτταρα ή γραμμωτές μυϊκές ίνες και σε λεία μυϊκά κύτταρα ή λείες γραμμωτές ίνες
β) «μυϊκά ινίδια» — νηματοειδείς σχηματισμοί σε παράλληλη διάταξη από άκρο σε άκρο της μυϊκής ίνας, τα οποία με τη σειρά τους αποτελούνται από μυϊκά νημάτια παράλληλα προς τον άξονά τους γ) «μυϊκό κύτταρο» — η μυϊκή ίνα
δ) «μυϊκό σύστημα» — το σύνολο τών μυών του ανθρώπου ή του ζώου, η διάταξη τών οποίων εξασφαλίζει τη συντονισμένη λειτουργία του οργανισμού
ε) «μυϊκός τόνος» — η κατάσταση της στατικής βράχυνσης τών συσταλτών στοιχείων του μυός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μῦς, μυός «όργανο του σώματος. Η λ. μαρτυρείται από το 1843 στον Δαμ. Γεωργίου].