πυρρόχρους

Revision as of 11:06, 31 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (LSJ2 replacement)

English (LSJ)

-ουν, contr. for πυρρόχροος.

French (Bailly abrégé)

ους, ουν :
att. c. πυρρόχροος.

Greek Monolingual

-ουν, και πυρρόχροος, -η, -ο / πυρρόχροος, -ον, ΝΑ
αυτός που έχει πυρρό χρώμα, ξανθοκόκκινος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυρρός «ερυθρός, κοκκινωπός» + -χροος / -χρους (< χρώς, χροός), πρβλ. ροδό-χρους].