γαλακτίς

Revision as of 11:06, 31 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (LSJ2 replacement)

English (LSJ)

-ίδος, ἡ, = τιθύμαλλος, Aët. 1.397.

German (Pape)

[Seite 471] πέτρα, = folgdm, Orph. Lith. 11.

Greek (Liddell-Scott)

γαλακτίς: -ίδος, ἡ, = τιθύμαλος, εἶδος βοτάνης (κοιν. «γαλατζίδα»). Ἀέτ. 1, σ. 23.

Spanish (DGE)

-ίδος, ἡ
1 mineral. galactita Orph.L.201.
2 bot. lecherina, tésula redonda, Euphorbia peplus L., Aët.1.391 (ap. crít.).
3 plu., anat. ciertas partes del intestino Priscian.Inst.2.213.2.

Greek Monolingual

γαλακτίς, η (AM) γάλα
το φυτό τιθύμαλλος, γαλατσίδα, φλόμος
αρχ.
«γαλακτὶς πέτρα» — ο γαλακτίτης.