γαλακτίτης
Πολλοῖς ὁ Δαίμων, οὐ κατ' εὔνοιαν φέρων, / Μεγάλα δίδωσιν εὐτυχήματ' ... (Euripides) → God brings great good fortune to many, not out of good will,...
English (LSJ)
[ῑ] λίθος, stone
A which makes water milky, Dsc.5.132.
II γαλακτίτης, = γαλακτίς II, Glossaria.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ I mineral.
1 galactita Dsc.5.132, Plin.HN 37.162, Solin.7.3, Veg.Mul.3.12.3, Cat.Cod.Astr.9(2).151, Orph.L.2 tít.
2 greda Plin.HN 37.162.
3 esmeralda de vetas blancas, Plin.HN 37.162.
II bot. lecherina, tésula redonda, Euphorbia peplus L. Gloss.3.564.
German (Pape)
[Seite 471] λίθος Orph. Lith. 2; Diosc. ein Stein, der angefeuchtet gerieben einen Milchsaft giebt, vgl. γαλαξίας.
Greek (Liddell-Scott)
γᾰλακτίτης: λίθος, ὁ, εἶδος λίθου, ὅστις ὑγρανθεὶς καὶ τριβόμενος παράγει χυμόν τινα γαλακτώδη, Διοσκ. 5. 150· ὡσαύτως γαλακτὶς πέτρα Ὀρφ. Λιθ. 2. 11· πρβλ. γαλαξίας ΙΙ.
Greek Monolingual
ο (γαλακτίτης) γάλα
είδος λίθου που βγάζει γαλακτώδες υγρό όταν βραχεί
νεοελλ.
φυτό της οικογένειας τών συνθέτων που μοιάζει με το γαϊδουράγκαθο.