καλόψυχος
English (LSJ)
German (Pape)
[Seite 1314] Erkl. von εὔθυμος, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
Greek Monolingual
-η, -ο (AM καλόψυχος, -ον) αυτός που έχει καλή ψυχή, αγαθός, καλόκαρδος, καλόγνωμος, ευσπλαχνικός
μσν.-αρχ.
αυτός που έχει καλή ψυχική διάθεση.
επίρρ...
καλόψυχα (Μ καλόψυχα)
νεοελλ.
με ευσπλαχνία, με καλοσύνη, με καλή ψυχή
μσν.
σε καλή ψυχική διάθεση («καλόψυχα τὸν ηὕρασιν... ἀπέσω», Χρον. Moρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο)- + -ψυχος (< ψυχή), πρβλ. γενναιό-ψυχος, μεγαλό-ψυχος].