εὔψυχος
ὅρκους γυναικὸς εἰς ὕδωρ γράφω → the oaths of a woman I inscribe on water, I write a woman's oaths in water
English (LSJ)
εὔψυχον, (ψυχή)
A of good courage, stout of heart, θράσος A.Pers.394; ἀνήρ E.Rh.510, etc.: Comp., Philostr. VA6.20; τὸ… ἐς τὰ ἔργα εὔψυχον Th.2.39, cf.43, 4.126; -ότατοι πρὸς τὸ ἐπιέναι Id.2.11. Adv. εὐψύχως X.Eq.Mag.8.21.
II (ψύχω) cooling, Thphr. CP 5.14.1 (Comp.).
German (Pape)
[Seite 1111] 1) gutes Muthes, tapfer; θράσος Aesch. Pers. 386; Eur. Rhes. 510; Plat. Legg. VIII, 830 c u. A.; πρὸς τὸ ἐπιέναι τοῖς ἐναντίοις εὐψυχότατοι ἂν εἶεν Thuc. 2, 11; τὸ ἀφ' ἡμῶν ἐς τὰ ἔργα εὔψυχον, unsere Entschlossenheit, 2, 39; auch τέχνη, bei Ath. III, 102 e. – 2) sehr kühl, kalt, Theophr. – Adv. εὐψύχως καὶ προθύμως, Xen. Hipparch. 8, 21.
French (Bailly abrégé)
1ος, ον :
plein d'âme, courageux, ardent ; τὸ εὔψυχον THC magnanimité, générosité;
Sp. εὐψυχότατος.
Étymologie: εὖ, ψυχή.
Russian (Dvoretsky)
εὔψῡχος: душевно спокойный, бодрый, мужественный, полный решимости (θράσος Aesch.; ἀνήρ Eur.; ἐν τοῖς πολέμοις Arst.; πρὸς τὸ ἐπιέναι τοῖς ἐναντίοις Thuc.).
Greek (Liddell-Scott)
εὔψῡχος: -ον, (ψυχὴ) ἔχων θάρρος, θαρραλέος, εὔτολμος, γενναῖος, γενναιόψυχος, Λατ. animosus, Αἰσχύλ. Περσ. 394, Εὐρ. Ρῆσ. 510, κτλ.· τὸ… ἐς τὰ ἔργα εὔψυχον Θουκ. 2. 39, πρβλ. 43., 4. 126· εὐψυχότατοι πρὸς τὸ ἐπιέναι ὁ αὐτ. 2. 11. - Ἐπίρρ. -χως, Ξεν. Ἱππαρχ. 8. 21. ΙΙ. (ψύχω) ἀναψυκτικός, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 14, 1.
Greek Monolingual
(I)
-η, -ο (ΑΜ εὔψυχος, -ον)
γενναιόψυχος, ανδρείος, θαρραλέος, εύτολμος, αποφασιστικός, γενναιόκαρδος, λεοντόκαρδος
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ εὔψυχον
η ευψυχία, η γενναιοψυχία.
επίρρ...
εὐψύχως (ΑΜ, Μ και εὔψυχα)
με τόλμη, με θάρρος
αρχ.
με γενναιοψυχία, με γενναιοδωρία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -ψυχος (< ψυχή), πρβλ. μικρόψυχος, ομόψυχος].
(II)
εὔψυχος, -ον (Α)
ευχάριστα ή ανεκτά ψυχρός, δροσερός, δροσιστικός, αναψυκτικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ψύχος].
Greek Monotonic
εὔψῡχος: -ον (ψυχή), θαραλλέος, γενναιόψυχος, ανδρείος, άφοβος, ψυχωμένος, Λατ. animosus, σε Αισχύλ. κ.λπ.· τὸ ἐς τὸ ἔργα εὔψυχον, σε Θουκ.· εὐψυχότατοι πρὸς τὸ ἐπιέναι, στον ίδ.· επίρρ. -χως, σε Ξεν.
Middle Liddell
εὔ-ψῡχος, ον ψυχή
of good courage, stout of heart, courageous, Lat. animosus, Aesch., etc.; τὸ ἐς τὰ ἔργα εὔψυχον Thuc.; εὐψυχότατοι πρὸς τὸ ἐπιέναι Thuc.:— adv. -χως, Xen.
English (Woodhouse)
Mantoulidis Etymological
(=γενναῖος). Ἀπό το εὖ + ψυχή τοῦ ψύχω, ὅπου δές για περισσότερα παράγωγα. Παράγωγα τοῦ εὔψυχος: εὐψυχία, εὐψυχέω.
Translations
brave
Afrikaans: dapper, braaf; Albanian: i guximshëm; Arabic: شُجَاع, جَرِيء, جَسُور; Egyptian Arabic: شجيع; Armenian: քաջ; Aromanian: gioni; Asturian: bravu, valiente; Azerbaijani: cəsur, mərd, comərd, ürəkli; Bashkir: батыр, ҡыйыу; Basque: ausart; Belarusian: храбры, адважны, смелы; Bengali: সাহসী; Breton: kaloneg; Bulgarian: храбър, смел; Burmese: ရဲရင့်, သတ္တိကောင်း; Catalan: valent, coratjós, audaç; Chechen: майра; Cherokee: ᏧᎵᏨᏯᏍᏗ; Chinese Gan: 勇敢, 有量, 猛, 敢, 俹/𱎫; Mandarin: 勇敢; Czech: odvážný, statečný; Danish: modig; Dutch: moedig; Esperanto: brava, kuraĝa; Estonian: vapper, vahva, julge; Faroese: djarvur; Finnish: rohkea, urhea, reipas; French: courageux; Friulian: di fiât; Galician: bravo, valente; Georgian: გამბედავი, მამაცი, გულადი, გაბედული, ვაჟკაცი, გულოვანი; German: tapfer, mutig; Greek: γενναίος, θαρραλέος; Ancient Greek: ἀγαθός, ἀγανόρειος, ἀγασός, ἀγηνόρειος, ἀγήνωρ, ἀδείλανδρος, ἀζαθός, ἀλκήεις, ἄλκιμος, ἀνδρεῖος, ἀνδρήιος, ἀνόρεος, ἀρρενῶδες, ἀρρενώδης, εἰνάρετος, ἐνάρετος, ἐσθλός, ἐσλός, ἔσλος, εὐθαρσής, εὐκάρδιος, ἐύς, ἐΰς, εὐτλήμων, εὔτολμος, εὔψυχος, ἠΰς, θαρσητικός, θρασύς, θρασύσπλαγχνος, θυμοειδής, ἰνάρετος, ἰσχυροκάρδιος, κινδυνευτής, κρατερόφρων, μεγαθαρσής, μεγαλήτωρ, μεγαλόθυμος, μεγαλοθύμων, μεγαλόφρων, πανθαρσής, περίσπλαγχνος, ταλαίφρων, ταλακάρδιος, ταλαύρινος, τλάθυμος, τλάμων, τλήθυμος, τλήμων, τολμάεις, τολμήεις, τολμῆεν, τολμήεσσα, τολμῇν, τολμηρός, τολμῇς, τολμῇσσα, φαρυμός; Haitian Creole: brav; Hawaiian: koa; Hebrew: אַמִּיץ, אמיצה; Hindi: बहादुर, व्यकित; Hungarian: bátor; Icelandic: hugrakkur; Ido: brava, kurajoza; Igbo: ebube; Indonesian: berani; Ingush: майра; Irish: calma, misniúil, cróga, móruchtúil, fearúil; Italian: coraggioso, ardito, baldo, audace, valoroso, impavido; Japanese: 勇敢な, 勇気ある, 勇猛な, 雄々しい; Javanese: wani; Kazakh: ержүрек, батыл, батыр, дәділ; Khmer: ក្លាហាន; Korean: 용감하다; Kurdish Central Kurdish: ئازا, قارەمان; Kyrgyz: кайраттуу, жүрөктүү, батымдуу; Ladino: korajozo; Lao: ກຳແຫງ, ກ້າຫານ, ກ້າ; Latin: animosus, fortis, magnanimus; Latvian: drosmīgs, drošs; Lithuanian: drąsus; Luxembourgish: daper, couragéiert; Macedonian: храбар, смел; Malay: berani; Malayalam: ധീര, ധൈര്യമുള്ള; Maltese: kuraġġuż; Manchu: ᠪᠠᡨᡠ᠋ᡵᡠ; Maori: hautoa, māia, toa; Marathi: चातुर्य; Middle English: doughty; Mongolian: эрэлхэг, зоригтой; Norman: brave; Norwegian: modig; Occitan: coratjós, valent; Ojibwe: zoongide'e; Old English: beald; Old Javanese: wani; Ottawa: aakde'e, zoongde'e; Ottoman Turkish: قوچاق; Persian: شجاع, دلیر, نیو; Plautdietsch: brow; Polish: odważny, chrobry, dzielny; Portuguese: bravo, valente, corajoso; Romanian: curajos, brav; Russian: храбрый, смелый, отважный, бесстрашный, бравый; Scots: wicht; Scottish Gaelic: misneachail, tapaidh; Serbo-Croatian Cyrillic: храбар; Roman: hrabar; Sicilian: curaggiusu; Slovak: odvážny, statočný; Slovene: pogumen, hraber; Somali: geesi; Southern Altai: јӱректӱ; Spanish: valiente, valeroso, corajudo; Swahili: jasiri; Swedish: modig; Tagalog: matapang; Tajik: шуҷоъ, далер, диловар, шуҷоатманд; Tamil: தைரியசாலி; Telugu: ధైర్యమైన; Thai: กล้าหาญ, กล้า; Tibetan: བློ་ཁོག་ཆེན་པོ; Turkish: cesur, mert, korkusuz, yürekli, cesaretli; Turkmen: batyr, mert; Tuvan: эккер-эрес, кайгал, дидим; Ukrainian: хоробрий, відважний, сміливий; Urdu: بهادر; Uyghur: باتۇر, قورقماس, جەسۇر, مەرد; Uzbek: jasur, mard, botir, dovyurak; Vietnamese: dũng cảm), mạnh dạn, mạnh bạo, gan dạ; Volapük: kuradik; Walloon: coraedjeus, bråve, franc; Welsh: dewr, gwrdd, gwrol, eofn, glew; Yiddish: העלדיש, מוטיק; Zulu: -nesibindi