ψιαθοπλόκος

Revision as of 18:00, 1 February 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " s.v. " to " s.v. ")

English (LSJ)

ὁ, A a plaiter of mats, PSI10.1132.8 (i A. D.), Greg. Cor.p.551S., Lex.Herodot.ap.Stein Herodotus ii p.458, Suid. s.v. σχοίνου συμβολεῖς: written ψαθοπλόκος in Sammelb.5124.332 (Tebtunis, ii A. D.):—also ψῐᾰθ-ποιός, ὁ, Gloss.

German (Pape)

[Seite 1399] Binsenmatten flechtend, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ψιᾰθοπλόκος: ὁ, ὁ πλέκων ψιάθους, Γραμματ.· - ὡσαύτως -ποιός, όν, Γλωσσ.

Greek Monolingual

και ψαθοπλόκος, ὁ, ΜΑ
αυτός που πλέκει ψιάθους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψίαθος + -πλόκος (< πλέκω) πρβλ. στιχο-πλόκος.