ἔκτροπος

Revision as of 18:10, 1 February 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " s.v. " to " s.v. ")

English (LSJ)

ον, A turning out of the way. Adv. -πως Erot. s.v. ἐκπατίως.

German (Pape)

[Seite 783] abweichend, K. S.

Greek (Liddell-Scott)

ἔκτροπος: -ον, ἐκτρεπόμενος τῆς ὁδοῦ, Γρηγ. Νύσσ. 1. σ. 264., 2. σ. 505.

Spanish (DGE)

-ον
I 1que se aparta o desvía, alterado, descompuesto ἔκτροπον εἶδος ἔθηκεν descompuso su aspecto Gr.Naz.M.37.1547A.
2 mús. inarmónico, disonante πνεῦμα Gr.Naz.M.37.453A, fig. ἔκτροπον ... τῶν ἐν ἀρετῇ ζώντων ... τὸ ἦθος Gr.Nyss.Pss.33.15
subst. τὸ ἔ. Gr.Nyss.Eun.3.2.144.
II adv. -ως de manera desviada, anómalamente Erot.41.16.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἔκτροπος, -ον)
Ι. αυτός που έχει υποστεί εκτροπή, που αποκλίνει από τον κανονικό δρόμο ή διεύθυνση
επομένως άτοπος, απρεπής, ανάρμοστος
νεοελλ.
συν. στον πληθ. τα έκτροπα
ανάρμοστες, άπρεπες πράξεις
II. επίρρ. ἐκτρόπως
κατά παρέκβαση από τον κανονικό δρόμο, έξω από τον παραδεκτό τρόπο.

Russian (Dvoretsky)

ἔκτροπος: дальний, заброшенный (insula Cic.).