εὐπίων

Revision as of 12:20, 9 February 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ί¯" to "ῑ́")

English (LSJ)

[ῑ], ον, gen. ονος, A very fat: very rich, φόρτος AP7.654 (Leon.).

German (Pape)

[Seite 1088] ον, sehr fett, reichlich, φ όρτος Leon. Tar. 82 (VII, 654).

Greek (Liddell-Scott)

εὐπίων: ῑ, ὁ, ἡ, γεν. ονος, λίαν παχύς, λίαν πλούσιος, Ἀνθ. Π. 7. 654.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
très gras ; très riche.
Étymologie: εὖ, πίων.

Greek Monolingual

εὐπίων, ὁ, ἡ (Α)
1. πολύ παχύς
2. φρ. «εὐπίονι φόρτῳ» — με πλούσιο ή βαρύ φορτίο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πίων «παχύς»].

Greek Monotonic

εὐπίων: [ῑ], -ον, γεν. -ονος, πολύ παχύς, πολύ πλούσιος, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

εὐπίων: ον, gen. ονος adj. досл. очень жирный, перен. обильный, богатый (φόρτος Anth.).

Middle Liddell

εὐ-πῑ́ων, ονος,
very fat: very rich, Anth.