σιταρόψειρα

Revision as of 08:31, 25 February 2021 by Spiros (talk | contribs)

Greek Monolingual

και σταρόψειρα, η, Ν
ζωολ. κοινή ονομασία του εντόμου καλάντρα, αλλ. σιτοφάγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σιτάρι / στάρι + ψείρα].