πεσσεύω

Revision as of 13:15, 13 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "prov." to "prov.")

English (LSJ)

Att. πεττ-, A play at draughts, Heraclit.52, Pl.Alc.1.110e, R.487b, X.Mem.3.9.9, etc.: prov., τύχη ἄνω καὶ κάτω τὰ ἀνθρώπεια πεττεύει fortune gambles with human affairs, Ph.2.85.

German (Pape)

[Seite 603] att. -ττεύω, mit den Steinen, πεσσοῖς, im Brett spielen, indem man sie nach den Spielregeln setzt und zieht; Plat. Rep. VI, 487 b; Xen. Mem. 3, 9, 9; Pol. 40, 7, 2 u. Sp.; auch übertr., wie Philo, τύχης ἄνω καὶ κάτω τὰ ἀνθρώπεια πεττευούσης.

Greek (Liddell-Scott)

πεσσεύω: Ἀττ. πεττ-, παίζω τοὺς πεσσοὺς (ἴδε ἐν λέξ. πεσσός), Πλάτ. Ἀλκ. 1. 110Ε, Πολ. 487Β, Ξεν Ἀπομν. 3. 9, 9, κτλ.· παροιμ., τύχη ἄνω καὶ κάτω τὰ ἀνθρώπεια πεττεύει, παίζει μὲ τὰ πράγματα τῶν ἀνθρώπων, Φίλων 2. 85.

French (Bailly abrégé)

jouer au trictrac.
Étymologie: πεσσός.

Greek Monolingual

και πεττεύω Α πεσσός
1. παίζω πεσσούς
2. (για την τύχη) ρυθμίζω τη ζωή τών ανθρώπων σαν να είναι τυχερό παιχνίδι.

Greek Monotonic

πεσσεύω: Αττ. πεττ-, μέλ. -σω, παίζω τους πεσσούς (βλ. πεσσός), σε Πλάτ., Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

πεσσεύω: атт. πεττεύω играть в шашки Plat.

Middle Liddell

πεσσεύω,
to play at draughts (v. sub πεσσόσ), Plat., Xen.