νιφόβολος

Revision as of 09:30, 25 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "αβεῑν" to "αβεῖν")

English (LSJ)

ον, A snowclad, δειράσι ν. Παρνασοῦ E.Ph.206 (lyr.); ν. πεδία Ar.Av.952; ν. ἀναβολαί, a burlesque on the bombast of dithyrambic poets, ib.1385; πέτραι Ἑλικωνίδες Limen.3; ὄρεα Simm.26.19; ὄρη Plu.Sert.17.

Greek (Liddell-Scott)

νιφόβολος: -ον, χιονόβλητος, καλυπτόμενος διὰ χιόνων, ν. δειράσι Παρνασοῦ Εὐρ. Φοίν. 206· ν. πεδία Ἀριστοφ. Ὄρν. 952· ν. ἀναβολαί, σκῶμμα περὶ τοῦ ψυχροῦ κόμπου τῶν διθυραμβικῶν ποιητῶν, ὁ αὐτ. ἐν Ὄρν. 1385.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
couvert de neige, propr. battu par la neige.
Étymologie: *νίψ neige, βάλλω.

Greek Monolingual

νιφόβολος, -ον (Α)
1. σκεπασμένος με χιόνι, χιονοσκεπής
2. μτφ. σκωπτικός χαρακτηρισμός τών ποιητών τών διθυράμβων για τον ψυχρό κομπασμό τους («καινὰς λαβεῖν ἀεροδονήτους καὶ νιφοβόλους ἀναβολάς», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νίφα + συνδετικό φων. -ο- + -βόλος (< βάλλω)].

Greek Monotonic

νιφόβολος: -ον (βάλλω), αυτός που βλήθηκε από το χιόνι, χιονοσκεπής, λέγεται για βουνά, σε Ευρ., Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

νῐφόβολος: покрытый снегом, оснеженный (νάπος Eur.; πεδία Arph.; ὄρη Plut.).

Middle Liddell

νιφό-βολος, ον, βάλλω
snow-stricken, snowclad, of mountains, Eur., Ar.

English (Woodhouse)

snow-covered