χείριξις

Revision as of 18:50, 25 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " τοῡ " to " τοῦ ")

English (LSJ)

λος, ἡ, A = χειρισμός 1, Hp.Fract.7. II administration, τοῦ ἀργυρίου IG9(1).694.66 (Corc., ii B.C.).

German (Pape)

[Seite 1345] ἡ, wundärztliche Operation, Hippocr. – Uebh. = χείρισις, ἀργυρίου Inscr. 1845 a.

Greek (Liddell-Scott)

χείριξις: ἡ, = χειρισμὸς Ι, Ἱππ. περὶ Ἀγμ. 756. ΙΙ. διαχείρισις, διοίκησις, τοῖς αἱρεθεῖσι εἰς τὴν χείριξιν τοῦ ἀργυρίου Συλλ. Ἐπιγρ. 1845. 66.

Greek Monolingual

-ίξεως, ἡ, Α χειρίζω
1. χειρουργική επέμβαση
2. διαχείριση («... εἰς τὴν χείριξιν τοῦ ἀργυρίου», επιγρ.).