χείριξις
From LSJ
τοῦ δὲ πολέμου οἱ καιροὶ οὐ μενετοί → in war, opportunities won't wait | the chances of war will not wait (Thucydides 1.142.2)
English (LSJ)
λος, ἡ,
A = χειρισμός 1, Hp.Fract.7.
II administration, τοῦ ἀργυρίου IG9(1).694.66 (Corc., ii B.C.).
German (Pape)
[Seite 1345] ἡ, wundärztliche Operation, Hippocr. – Übh. = χείρισις, ἀργυρίου Inscr. 1845 a.
Greek (Liddell-Scott)
χείριξις: ἡ, = χειρισμὸς Ι, Ἱππ. περὶ Ἀγμ. 756. ΙΙ. διαχείρισις, διοίκησις, τοῖς αἱρεθεῖσι εἰς τὴν χείριξιν τοῦ ἀργυρίου Συλλ. Ἐπιγρ. 1845. 66.
Greek Monolingual
-ίξεως, ἡ, Α χειρίζω
1. χειρουργική επέμβαση
2. διαχείριση («... εἰς τὴν χείριξιν τοῦ ἀργυρίου», επιγρ.).