χειρίζω
ἀσκὸς ὕστερον δεδάρθαι κἀπιτετρίφθαι γένος → I'd be willing to be flayed into a wineskin afterwards and to have my line wiped out
English (LSJ)
Dor. A fut. χειριξοῦντι Rev.Arch.1925(22).62 (Callatis), part. χειριξοῦντας IG9(1).694.44 (Corc., ii B.C.): pf. κεχείρικα PTeb. 76.3 (ii B.C.):—handle, manipulate, of a surgeon, Sor.Vit.Hippocr. 12:—Pass., Hp.Off.3, al., Sor.Fasc.7.
II manage, administer, especially of public funds, Plb.1.20.4, 1.75.1, al.; πρόσοδον PTeb.l.c.; χρήματα Tab.Defix.96.17 (iii B.C.); ἀργύριον IG l.c.; τὴν ζυτηράν Wilcken Chr.272.11 (ii A.D.).
2 generally, handle, λόγους S.E.M.7.443; control, manage, ὀργὰς καὶ πάθη Phld.Rh.2.263S.
3 Med., nominate, appoint, POxy.59.14 (iii A.D.):—Pass., ib.1029.5 (ii A.D.): metaph., γενέσει χειρισθεὶς ἀπέθανες as appointed by your nativity, Supp.Epigr.7.904 (Gerasa).
German (Pape)
[Seite 1345] in den Händen od. unter Händen haben, handhaben, behandeln; ἐχείριζον τὸ πλῆθος στρατιωτικῶς Pol. 5, 63, 14; verwalten, regieren, τὰ ὅλα 10, 24, 5, u. öfter; τὰ κατὰ τὴν Σικελίαν u. ä., 1, 20, 4. 2, 36, 1. – Vom Wundarzt, operiren, Sp.
French (Bailly abrégé)
f. χειρίσω, att. χειριῶ ; f. Pass. χειρισθήσομαι;
manier, gouverner.
Étymologie: χείρ.
Russian (Dvoretsky)
χειρίζω: руководить, управлять (τὰς πράξεις Polyb.): τὰ κατὰ τὴν Σικελίαν χ. Polyb. управлять Сицилией; χ. στρατιωτικῶς τινα Polyb. дисциплинировать кого-л. по-военному.
Greek (Liddell-Scott)
χειρίζω: μέλλ. Ἀττ. -ιῶ, ποιῶ ἐγχείρησιν, ἐπὶ χειρουργοῦ, Ἱππ. περὶ Ἰητρ. 740, ἐν τῷ παθ. 2) ὡς καὶ νῦν, διαχειρίζω, διοικῶ, κυβερνῶ, Λατ. administrare, Πολύβ. 1. 20, 4., 75. 1, κ. ἀλλ.· ἑλέσθαι δὲ τὰν βουλὰν τοὺς χειριξοῦντας τὸ ἀργύριον Ἐπιγραφ. Κερκυρ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 1845. 44.
Greek Monolingual
ΜΑ
βλ. χειρίζομαι.