επιποιώ

Revision as of 16:25, 26 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ἐπιποιῶ, -έω (AM) ποιώ
μσν.
(με εμπρόθ. δοτ. τόπου) ζω κάπου
αρχ.
1. κάνω ή προσθέτω κάτι επί πλέον
2. μέσ. ἐπιποιοῦμαι, -έομαι
κάνω κάτι για τον εαυτό μου, εκτελώ επί πλέον
3. προκαλώ, παράγω
4. επιγρ. επιβάλλω ποινή.