μισθοποιοῦμαι, -έομαι (Α, Μ μισθοποιῶ, -έω)μσν.μισθοδοτώ, παρέχω μισθόαρχ.(το μέσ.) εισπράττω μίσθωμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο μισθοποιός (< μισθός + -ποιός)].