Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau
(Α μισθοδοτῶ, -έω) μισθοδότης
καταβάλλω μισθό σε κάποιον, πληρώνω σε κάποιον τη συμφωνημένη από πριν ημερήσια ή εβδομαδιαία ή μηνιαία αμοιβή του για την εργασία που εκτελεί.