ὑποσημειοῦμαι

Revision as of 17:40, 26 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Created page with "{{grml |mltxt=ὑποσημειῶ, ὑποσημειόω, NA σημειῶ / σημειώνω<br /><b>μέσ.</b> υποσημειώνομαι και ...")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ὑποσημειῶ, ὑποσημειόω, NA σημειῶ / σημειώνω
μέσ. υποσημειώνομαι και ὑποσημειοῦμαι, ὑποσημειόομαι
βάζω την υπογραφή μου από κάτω
νεοελλ.
σημειώνω από κάτω, γράφω υποσημειώσεις
αρχ.
1. σημειώνω με αριθμούς
2. μέσ. κρατώ σημειώσεις, σημειώνω.