οικογενής
Greek Monolingual
-ές (Α οἰκογενής, -ές)
νεοελλ.
ιατρ. χαρακτηρισμός νόσου η οποία εμφανίζεται με μεγάλη συχνότητα σε μια οικογένεια και η οποία οφείλεται, στις περισσότερες περιπτώσεις, σε κληρονομικότητα («η αιμοφιλία είναι οικογενής νόσος»)
αρχ.
1. (για δούλους) αυτός που γεννήθηκε στο σπίτι του κυρίου του («τῶν οἰκογενῶν... τοὺς ἀκμάζοντας ταῖς ἡλικίαις... ἐλευθεροῡν», Πολ.)
2. (για ζώα) κατοικίδιος («ὄρτυγας οἰκογενεῑς», Αριστοφ.)
3. μτφ. (για ανθρώπινα πάθη και καταστάσεις) αυτός ο οποίος εμφανίστηκε για πρώτη φορά στο σπίτι («οἰκογενὴς μανία», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶκος + -γενής (< γένος), πρβλ. θαλασσο-γενής].