υφηγούμαι

Revision as of 12:11, 28 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "εῑσθαι" to "εῖσθαι")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-έομαι, Α ἡγούμαι
1. προπορεύομαι και δείχνω τον δρόμο
2. (απλώς) δείχνω τον δρόμο
3. υποδεικνύω σε κάποιον τον τρόπο με τον οποίο πρέπει να γίνει κάτι, τον καθοδηγώ («μὴ ἃ οἱ θεοὶ ὑφήγηνται ἀγαθὰ μάταια ποιήσητε», Ξεν.)
4. διδάσκω κάποιον
5. περιγράφω («ὑφηγεῖσθαι τὸν γόνον», Διον. Αλ.).