ἠθεῑος, δωρ. τ. ἠθαῑος, -α, -ον (Α) ήθος1. (συν. ως προσφών. αδελφικής αγάπης και σεβασμού νεώτερου αδελφού προς μεγαλύτερο) πιστός, προσφιλής, αγαπητός, σεβαστός2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ ἠθαῖοιοι πιστοί φίλοι.