ηθείος

Revision as of 12:20, 28 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "αῑοι" to "αῖοι")

Greek Monolingual

ἠθεῑος, δωρ. τ. ἠθαῑος, -α, -ον (Α) ήθος
1. (συν. ως προσφών. αδελφικής αγάπης και σεβασμού νεώτερου αδελφού προς μεγαλύτερο) πιστός, προσφιλής, αγαπητός, σεβαστός
2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ ἠθαῖοι
οι πιστοί φίλοι.