ηθείος

From LSJ

πρὸς ὀλίγον ἡσθεὶς ναυτιᾷ → having been delighted a very little while, he is nauseated

Source

Greek Monolingual

ἠθεῖος, δωρ. τ. ἠθαῖος, -α, -ον (Α) ήθος
1. (συν. ως προσφών. αδελφικής αγάπης και σεβασμού νεώτερου αδελφού προς μεγαλύτερο) πιστός, προσφιλής, αγαπητός, σεβαστός
2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ ἠθαῖοι
οι πιστοί φίλοι.