η (Α κάρπωσις) καρπώνεοελλ.1. η λήψη ή η χρήση του καρπού2. η άντληση κέρδους, η εκμετάλλευση, η επικαρπία, η νομήαρχ.1. η χρησιμότητα («τὴν ἀρχὴν τῆς Ἀσίας αὑτοῖς καὶ τὴν κάρπωσιν γενέσθαι», Ξεν.)2. η προσφορά καρπών.