πτερορρυώ

Revision as of 12:54, 28 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "αῑος" to "αῖος")

Greek Monolingual

πτερορρυῶ, -έω, ΝΜΑ
(αμτβ.) αποβάλλω το φτέρωμα, χάνω τα φτερά μου, μαδώ («ἀλλὰ τὸν χειμῶνα πάντα τὤρνεα πτερορρυεῑ», Αριστοφ.)
αρχ.
μτφ. α) ληστεύομαι από κάποιον, με κλέβουν («ὥς πτερορρυεῑ, ἅτε γὰρ ὤν γενναῖος ὑπὸ τῶν συκοφαντῶν τίλλεται», Αριστοφ.)
β) χάνω τη δύναμη να πετάξω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πτερόν + -ρρυῶ (< -ρους < ῥέω / ῥύω), πρβλ γονο-ρρυῶ, τριχο-ρρυῶ].