πτερορρυώ

From LSJ

Θέλομεν καλῶς ζῆν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Bene vivere omnes volumus, at non possumus → Gut leben wollen wir alle, doch wir können es nicht

Menander, Monostichoi, 236

Greek Monolingual

πτερορρυῶ, -έω, ΝΜΑ
(αμτβ.) αποβάλλω το φτέρωμα, χάνω τα φτερά μου, μαδώ («ἀλλὰ τὸν χειμῶνα πάντα τὤρνεα πτερορρυεῖ», Αριστοφ.)
αρχ.
μτφ. α) ληστεύομαι από κάποιον, με κλέβουν («ὥς πτερορρυεῖ, ἅτε γὰρ ὤν γενναῖος ὑπὸ τῶν συκοφαντῶν τίλλεται», Αριστοφ.)
β) χάνω τη δύναμη να πετάξω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πτερόν + -ρρυῶ (< -ρους < ῥέω / ῥύω), πρβλ γονο-ρρυῶ, τριχο-ρρυῶ].