το (Α ἀκάτιον) ἄκατοςμικρή άκατος, μικρό πλοίοαρχ.1. είδος ιστίου (πανιού) (Ξεν. Ελλ. 6, 2, 27, Πλούτ. 2.15d, Λουκ., Ζευς τραγ, 46)2. ποτηράκι (Επικράτ. άδ. 2)3. σανδάλι γυναικείο (Πολυδ. 7, 93, Ησύχ.)4. μικρόσωμος άνθρωπος, νάνος (Φρύνιχος).