μυΐνδα

Revision as of 16:45, 7 April 2021 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

παίζειν, A play at χαλκῆ μυῖα, Poll.9.110,113, Hsch.

German (Pape)

[Seite 216] παίζειν, Blinzens spielen, ein Kinderspiel mit verschlossenen Augen, wie unser Blindekuh (vgl. μ υῖα), Poll. 9, 110. 113.

Greek (Liddell-Scott)

μυΐνδα: ἴδε ἐν λ. μυῖα ΙΙ.

Greek Monolingual

μυΐνδα (Α)
επίρρ. (συν.) φρ. «μυΐνδα παίζειν» — το να παίζει κανείς την τυφλόμυγα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μυῖα «μύγα» + επιρρμ. κατάλ. -ίνδα (πρβλ. ελκυστ-ίνδα, κρυπτίνδα)
η επιρρηματική όμως κατάλ. του τ. πιθ. συνδέει τη λ. με το ρ. μύω «φυλάγομαι, κρατώ μυστικά»].