αποσκολνώ

Revision as of 13:59, 15 April 2021 by Spiros (talk | contribs) (Created page with "{{grml |mltxt=κ. αποσκολάζω κ. αποσκολνώ (AM ἀποσχολάζω)<br />σταματώ την απασχόληση μου, ξεκου...")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

κ. αποσκολάζω κ. αποσκολνώ (AM ἀποσχολάζω)
σταματώ την απασχόληση μου, ξεκουράζομαι
μσν.
(για στράτευμα) εγκαθίσταμαι κάπου και ησυχάζω
αρχ.
1. ψυχαγωγούμαι με κάτι
2. διαθέτω χρόνο για να κάνω κάτι.