θεόσδωρος
English (LSJ)
ον, poet. for θεοδώρητος, a fiction of Tz. ad Lyc.47.
German (Pape)
[Seite 1198] dasselbe, Tzetz. ad Lycophr. 47.
Greek (Liddell-Scott)
θεόσδωρος: -ον, ποιητ. ἀντὶ θεοδώρητος, πλασθὲν ὑπὸ τοῦ Τζέτζ. Εἰς Λυκόφρ. 47, «οἱ γὰρ Ἴωνες οὕτω μετὰ τοῦ σ λέγουσι θεόσδωρος, θεόσδοτος».
Greek Monolingual
-ον (Μ)
θεοδώρητος·
[ΕΤΥΜΟΛ. θεόσ-δωρος (αντί του ορθτ. θεό-δωρος) < θεός + -δωρος (< δώρον, πρβλ. ζεί-δωρος πολύ-δωρος) προφανώς κατά το θεόσ-δοτος].