θεοδώρητος
From LSJ
περὶ ἀλόγων γραμμῶν καὶ ναστῶν → on incommensurable lines and solids
English (LSJ)
θεοδώρητον,
A given by God, Iamb.VP2.6, 15.67, Asp.in EN25.28.
II θεοδώρητος λίθος, of the ἀλαβαστρίτης λίθος, Zos.Alch.p.114B.
2 ἡ θεοδώρητος a purgative, Aët.13.112, Alex.Trall.1.15.
German (Pape)
[Seite 1195] von Gott geschenkt, Clem. Al.
Greek (Liddell-Scott)
θεοδώρητος: -ον, δωρηθεὶς ὑπὸ τοῦ Θεοῦ, Κλήμ. Ἀλ. 172· ἡ θ., φάρμακόν τι, Ἀλεξ. Τρ. 8. σ. 457.
Greek Monolingual
θεοδώρητος, -ον (AM)
αυτός που δωρήθηκε από τον θεό
αρχ.
1. το θηλ. ως ουσ. ή θεοδώρητος
είδος καθαρτικού
2. φρ. «θεοδώρητος λίθος» — ο αλαβαστρίτης λίθος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεο- + -δωρητος (< δωρώ), πρβλ. αστροδώρητος, πατροδώρητος].