μελίτωμα

Revision as of 11:51, 20 April 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")

English (LSJ)

ατος, τό, A honey-cake, Batr.39, Philet. ap. Ath. 14.646d, Archig. ap. Orib.8.1.7.

German (Pape)

[Seite 125] τό, Honiggebäck, Batrach. 39; Philet. bei Ath. XIV, 646 c wird es πεπεμμένα erkl.

Greek (Liddell-Scott)

μελίτωμα: τό, πέμμα, πλακοῦς μετὰ μέλιτος, Βατραχομυομ. 39, Φιλητ. παρ’ Ἀθην. 646D.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
gâteau au miel.
Étymologie: μελιτόω.

Greek Monolingual

το (Α μελίτωμα) μελιτώ
νεοελλ.
(φαρμ.) σιρόπι το οποίο περιέχει μέλι
αρχ.
πίτα που περιέχει μέλι, μελόπιτα.

Greek Monotonic

μελίτωμα: -ατος, τό (μελιτόομαι), πίτα ζυμωμένη με μέλι, σε Βατραχομ.

Russian (Dvoretsky)

μελίτωμα: ατος (ῐ) τό медовое печенье Batr.

Middle Liddell

μελίτωμα, ατος, τό, μελιτόομαι
a honey-cake, Batr.