μελιτόομαι

From LSJ

οὗ δ' ἂν Ἔρως μὴ ἐφάψηται, σκοτεινός → he on whom Love has laid no hold is obscure | he whom Love touches not walks in darkness

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελιτόομαι Medium diacritics: μελιτόομαι Low diacritics: μελιτόομαι Capitals: ΜΕΛΙΤΟΟΜΑΙ
Transliteration A: melitóomai Transliteration B: melitoomai Transliteration C: melitoomai Beta Code: melito/omai

English (LSJ)

Pass., to be sweetened with honey, μήκων μεμελιτωμένη Th. 4.26.
to be filled with honey, Plu. 2.628d.

Greek (Liddell-Scott)

μελῐτόομαι: Παθ., ἀναμιγνύομαι μὲ μέλι, γλυκαίνομαι, μήκων μεμελιτωμένη, μέλιτι μεμιγμένη, Θουκ. 4. 26, ἔνθα ἴδε Σχολιαστ. καὶ ἄλλους ἑρμηνευτάς, πρβλ. καὶ Διοσκ. 4, 65. ΙΙ. πληροῦμαι μέλιτος, ἀγγεῖον μεμελιτωμένον, πλῆρες μέλιτος, Πλούτ. 2. 628C.

Greek Monotonic

μελῐτόομαι: (μέλι), παρακ. μεμελίτωμαι, Παθ., αποκτώ γλυκιά γεύση με προσθήκη μελιού, σε Θουκ.

Middle Liddell

μελῐτόομαι, μέλι
Pass. to be sweetened with honey, Thuc.