συνάλλομαι

Revision as of 12:15, 20 April 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")

English (LSJ)

A leap together, Luc.Anach.4; of a horse, f.l. in Plu. 2.970e. II start back with terror, Artem.1.57.

German (Pape)

[Seite 999] (s. ἅλλομαι), dep. med., mit- od. zusammenspringen, Luc. gymn. 4; – vor Schrecken zusammenfahren, Artemid. 1, 29.

Greek (Liddell-Scott)

συνάλλομαι: ἀποθ., ἅλλομαι, πηδῶ ὁμοῦ μετά τινος, ἐς τὸ ἄνω συναλλόμενος Λουκ. Ἀνάχ. 4: ἐπὶ ἵππου, τοῖς ἄλλοις (δηλ. ἵπποις) συνήλλετο Πλούτ. 2. 970D. ΙΙ. πηδῶ πρὸς τὰ ὀπίσω μετὰ φόβου, συνάλλεσθαι φαμὲν καὶ τοὺς ἀνιωμένους ἐπὶ τοῖς προσπεσοῦσιν αἰφνίδιον Ἀρτεμίδ. 1. 29.

French (Bailly abrégé)

sauter ensemble ou avec, τινι.
Étymologie: σύν, ἅλλομαι.

Greek Monolingual

Α
1. πηδώ μαζί με κάποιον
2. πηδώ με φόβο προς τα πίσω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἅλλομαι «πηδώ, σκιρτώ»].

Greek Monotonic

συνάλλομαι: αποθ., πραγματοποιώ άλμα από κοινού, τρομάζω, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

συνάλλομαι: одновременно прыгать Plut., Luc.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-άλλομαι samen omhoog springen. Luc. 37.4.

Middle Liddell

Dep. to leap together, Luc.