ἐντιναγμός

Revision as of 12:54, 20 April 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")

English (LSJ)

ὁ, A shaking, LXXSi.22.15 (v.l. ἐντίναγμα, as in Sch. Od.17.231).

German (Pape)

[Seite 856] ὁ, das Daraufstoßen, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐντῐναγμός: ὁ, τίναγμα, Ἑβδ. (Σειράχ. ΚΒ΄, 13· μετὰ διαφ. γραφ. ἐντίναγμα).

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
choque, golpe brusco φύλαξαι ἀπ' αὐτοῦ ... οὐ μὴ μολυνθῇς ἐν τῷ ἐντιναγμῷ αὐτοῦ apártate de él (del cerdo) no sea que te manches al chocar con él LXX Si.22.13.

Greek Monolingual

ἐντιναγμός, ο (Α)
1. το τίναγμα
2. ασύνετος λόγος, απερίσκεπτη πράξη.