ἀποσκυβαλίζω

Revision as of 12:10, 21 April 2021 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

A treat as vile refuse, Sch.Pi.P.3.22; pollute a tomb, prob. in CIG3927 (Hierapolis):—Pass., to be cast forth as excrement, Epict.Gnom.19:—hence Subst. ἀποσκυβάλισις, εως, ἡ, Sch.Ar.Pl.1184.

German (Pape)

[Seite 325] die Spreu davon thun, wegwerfen, Synes.; auch übertr., Stob.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποσκῠβᾰλίζω: μέλλ. - ίσω, θεωρῶ τι ὡς σκύβαλον καὶ ἑπομένως ἀπορρίπτω αὐτό, Μελέτ. ἐν Ἀν Ὀξ. τ. 3. σ. 95, Εὐσέβ. Ἱστ. Ἐκκλ. 7. 22, Συλλογ. Ἐπιγρ. 3927: - ἀποσκυβάλισις, ἡ, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 1185.

Spanish (DGE)

rechazar, despreciar τὰ περιττά Synes.Calu.7, ἡμᾶς Gr.Naz.Ep.88, cf. Sch.Pi.P.3.22a
ensuciar una tumba IAlt.Hierap.338.6
en v. med. arrojar como desecho alimentos, Epict.Gnom.19.

Greek Monolingual

ἀποσκυβαλίζω (Α)
ξεχωρίζω τα σκύβαλα από το στάρι, θεωρώ κάτι άχρηστο και το πετώ.