ὀκλάξ
English (LSJ)
Adv., A = ὀκλαδόν, Hp.Haem.4; ὀ. καθῆσθαι squat down, Pherecr.75, cf. A.R.3.1308, Arat.517 (f.l. for ὀκλάς), Sor.1.61, Gal. UP3.15, Luc.Lex.11.
German (Pape)
[Seite 315] = ὀκλαδόν; παρακαθήμενος, Luc. Lex. 11; auch ὀκλάς, Gramm.
Greek (Liddell-Scott)
ὀκλάξ: Ἐπίρρ., = ὀκλαδόν, Ἱππ. 893Β· ὀκλὰξ καθῆσθαι, ὀκλάζω, κάθημαι μὲ κεκαμμένα τὰ σκέλη, Φερεκράτ. ἐν «Κοριαννοῖ» 10, πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1308, Ἄρατ. 517, Λουκ. Λεξιφ. 11.
French (Bailly abrégé)
Greek Monolingual
ὀκλάξ (Α)
επίρρ. οκλαδόν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκλάζω «κάθομαι με κεκαμμένα τα σκέλη», αναλογικά προς τα επιρρ. σε –ξ (πρβλ. γνυ-ξ, λα-ξ)].
Russian (Dvoretsky)
ὀκλάξ: adv. Luc. = ὀκλαδιστί.