ἐνδομάχας

Revision as of 09:40, 23 May 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "epith." to "epithet")

English (LSJ)

[μᾰ], α, ὁ, A fighting or bold at home, epithet of a dunghillcock, Pi.O.12.14.

German (Pape)

[Seite 835] ὁ, drinnen, im Hause kämpfend, der Hahn, Pind. Gl. 12, 14.

English (Slater)

ἐνδομᾰχας
   1 fighting within its home τεά κεν ἐνδομάχας ἅτ' ἀλέκτωρ συγγόνῳ παῤ ἑστίᾳ ἀκλεὴς τιμὰ κατεφυλλορόησεν ποδῶν (O. 12.14)

Greek Monolingual

ἐνδομάχας, ο (Α)
αυτός που μάχεται μέσα στο σπίτι του («ένδομάχας ἅτ' ἀλέκτωρ», Πίνδ.).

Russian (Dvoretsky)

ἐνδομάχας: (μᾰ) adj. m сражающийся у себя дома, т. е. за свой домашний очаг (ἀλέκτωρ Pind.).