δύνασις

Revision as of 10:00, 20 July 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />")

English (LSJ)

[ῠ], εως, ἡ, poet. for δύναμις, Pi.P.4.238, B.9.49, S.Ant. 604 (lyr.), 952 (lyr.), E.Ion1012; ἐν (i.e. ἐς)
A δύνασιν = pro virili parte, IG22.1126.5 (Amphict. Delph.).

German (Pape)

[Seite 673] ἡ, p. = δύναμις; Pind. P. 4, 238. 5, 117; Soph. Ant. 600 u. 941, im chor.; Eur. Ion 1012 Andr. 483.

Greek (Liddell-Scott)

δύνᾰσις: [ῠ], εως, ἡ. ποιητ. ἀντὶ τοῦ δύναμις, Πίνδ. Π. 4. 424, Σοφ. Ἀντ. 604, 951, Εὐρ. Ἴωνι 1012· ἐν (ὃ ἐ. ἐς) δύνασιν, pro virili, Ἐπιγρ. Δελφ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 1588. 5.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
c. δύναμις.

English (Slater)

δῠνᾰσις
   a physical strength δύνασιν Αἰήτας ἀγασθείς (sc. τοῦ Ἰάσονος) (P. 4.238) “θυμὸν γυναικὸς καὶ μεγάλαν δύνασιν θαύμασον” (P. 9.30)
   b power θεός τέ οἱ (= Ἀρκεσίλᾳ) τὸ νῦν τε πρόφρων τελεῖ δύνασιν (P. 5.117)

Spanish (DGE)

(δύνᾰσις) -εως, ἡ
• Prosodia: [-ῠ-]
1 fuerza física, vigor δύνασιν Αἰήτας ἀγασθείς admirado Eetes del vigor de Jasón, Pi.P.4.238, cf. 5.117, 9.30, καταγράφο ... τὰν ψυχὰν αὐτō καὶ τὰν δύνασιν en una defixión IGDS 38.2 (Selinunte V a.C.).
2 poder οἶδα καὶ πλούτου μεγάλαν δύνασιν B.10.49, ἁ μοιριδία τις δ. δεινά S.Ant.951, cf. E.HF 776, τὸ μὲν ἄσεπτον ἔχει δύνασιν E.IA 1093, cf. Ibyc.166.10S., συνέσει δυνάσει τε κράτιστος CEG 888.4 (Janto IV a.C.).
3 virtualidad, efecto δύνασιν ἐκφέρει τίνα; ¿qué efecto tiene? de una gota de sangre de la Gorgona, E.Io 1012 (cód.).
4 posibilidad ἐν δύνασιν en la medida de lo posible τὰ καταδικασθέντα ἐκπραξέω ἐν δύνασιν CID 1.10.5 (IV a.C.).

Greek Monolingual

δύνασις, η (Α)
δύναμη.

Greek Monotonic

δύνᾰσις: [ῠ], -εως, ἡ, ποιητ. αντί δύναμις, σε Σοφ., Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

δύνᾰσις: εως (ῠ) ἡ Pind., Soph., Eur. = δύναμις.

Middle Liddell

δῠ́νᾰσις, εως n poet. for δύναμις, Soph., Eur.]

English (Woodhouse)

power, virtue, of drugs, operativeness