ἀκτίτης

Revision as of 10:20, 20 July 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />")

English (LSJ)

[ῑ], ου, ὁ, (ἀκτή α) A dweller on the coast, AP6.304 (Phan.). II ἀκτίτης λίθος stone from the Piraeus (cf. ἀκτή (A) 1.2), IG2.1054.16, al.; from the Argolid, S.Fr.68.

German (Pape)

[Seite 86] ὁ, am Meeresgestade, λίθος Soph. frg. 72; καλαμευτής Phani. 7 (VI, 304).

Greek (Liddell-Scott)

ἀκτίτης: [ῑ], -ου, ὁ, (ἀκτή), ὁ κατοικῶν εἰς τὴν παραλίαν, Ἀνθ. Π. 6. 304. ΙΙ. ἀκτ. λίθος, λίθος ἐξ Ἀττικῆς (πρβλ. ἀκτὴ (Λ) Ι. 2.), δηλ. μάρμαρον ἐκ τοῦ Πεντελικοῦ, Σοφ. Ἀποσπ. 72, Ὑπερείδ. παρ’ Ἁρποκρ. ἐν λ. ἀκτή.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
habitant du littoral.
Étymologie: ἀκτή².

Spanish (DGE)

-ου
• Prosodia: [-ῑ-]
1 habitante de la costa ἀκτῖτ' ὦ καλαμευτά ¡eh tú! pescador de la costa, AP 6.304 (Phan.).
2 ἀ. λίθος piedra de la Costa, e.e., procedente del Pireo IG 22.1668.16, 1661.20 (ambas IV a.C.), o de Argólide, S.Fr.65, cf. Ἀκτή I 1 y Ἀκτή I 3.

Greek Monolingual

ἀκτίτης, ο (Α)
1. κάτοικος της ακτής, της παραλίας
2. φρ. «ἀκτίτης λίθος» — λίθος από τον Πειραιά ή την Αργολίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκτή (Ι)
τόσο ο Πειραιάς όσο και η περιοχή της Αργολίδας ονομάζονταν γενικότερα ἀκτή, απ’ όπου και η ονομασία του λίθου].

Greek Monotonic

ἀκτίτης: [ῑ], -ου, ὁ (ἀκτή), κάτοικος της παραλίας, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ἀκτίτης: ου (ῑ) adj. m ἀκτή II] прибрежный, береговой (λίθος Soph.; καλαμευτής Anth.).

Middle Liddell

ἀκτή
a dweller on the coast, Anth.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ἀκτίτης -ου, ὁ ἀκτή kustbewoner.