ἐνδιάζω

Revision as of 13:00, 20 July 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />")

English (LSJ)

(A ἔνδιος 1.1) pass the noon, take a siesta, Plu.Rom.4, 2.726f. II weave in, in Pass., Hsch.

German (Pape)

[Seite 833] (ἔνδιος), Mittagsruhe halten, Plut. Rom. 4 Lucull. 16. hineinweben, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνδιάζω: (ἔνδιος) διέρχομαι τὴν μεσημβρίαν, ἐκεῖ διὰ τὴν σκιὰν ἐνδιάζειν Πλουτ. Ρωμ. 4.

French (Bailly abrégé)

faire la sieste (en plein air).
Étymologie: ἔνδιος.

Spanish (DGE)

tejer en v. pas. ἐνεδιάσθη· ἐνεπλάκη Hsch.; cf. ἄττομαι.
echar la siesta, descansar al mediodía τὴν μετ' ἄριστον ἀνάπαυσιν ἐνδιάζειν (φασί) Plu.2.726e, μεσημβρίας οὔσης καὶ τῶν στρατιωτῶν ἐνδιαζόντων Plu.Luc.16, animales a la sombra de un árbol, Plu.Rom.4.

Greek Monolingual

ἐνδιάζω (Α)
ησυχάζω, αναπαύομαι το μεσημέρι.

Greek Monotonic

ἐνδῐάζω: (ἔνδιος I), κοιμάμαι το μεσημέρι, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ἐνδιάζω: предаваться полуденному отдыху Plut.

Middle Liddell

ἔνδιος 1]
to pass the noon, Plut.