μεγαλαυχώ

Revision as of 15:50, 25 July 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ταῡτα" to "ταῦτα")

Greek Monolingual

(ΑM μαγαλαυχῶ), -έω) μεγάλαυχος
καυχιέμαι, κομπάζω, υπερηφανεύομαι (α. «ἡ γλώσσα μικρὸν μέλος ἐστὶ καὶ μεγαλαυχεῑ», ΚΔ
β. «κατὰ πάντα δὴ ταῦτα σύ γε μεγαλαυχούμενος», Πλάτ.)
μσν.-αρχ.
(με αιτ.) θεωρώ κάτι ως καύχημα («παρὰ γὰρ τῆς ἐμῆς ταπεινώσεως οὐδὲν ὄφελος κἂν αὐτὸς μεγαλαυχῇς ἡμᾱς ἐξ ἀγάπης», Στουδ. Θεόδ.).