ἀναιμόσαρκος

Revision as of 16:15, 9 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "]]de " to "]] de ")

English (LSJ)

ον, A with bloodless flesh, of the cicada, Anacreont. 43.17.

German (Pape)

[Seite 189] Fleisch ohne Blut habend, τέττιξ Anacr. 32, 17.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναιμόσαρκος: -ον, ὁ ἔχων ἄναιμον σάρκα, περὶ τοῦ τέττιγος, Ἀνακρεόντ. 43. 17 (κατ’ ἄλλην γραφ. ἄναιμ’ ἄσαρκε).

Spanish (DGE)

-ον de carne sin sangre de la cigarra Anacreont.34.17.

Greek Monolingual

ἀναιμόσαρκος, -ον (Α)
(για τον τζίτζικα) αυτός που έχει σάρκα άναιμη, δίχως αίμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄναιμος + -σαρκος < σάρξ.

Russian (Dvoretsky)

ἀναιμόσαρκος: с бескровным телом, бескровный (τέττιξ Anacr.).