αφροκοπώ

Revision as of 08:22, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

(-άω)
1. βγάζω συνεχώς αφρούς («αφροκοπά η θάλασσα»)
2. αφρίζω από οργή, βγάζω κραυγές μανίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αφρός + -κοπώ (πρβλ. γλεντοκοπώ, ιδροκοπώ, μεθοκοπώ)].