βουδόκος

Revision as of 08:25, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

English (LSJ)

ον, A receiving oxen, ἐχῖνος (i.e. λέβης) Call.Fr.250b.

German (Pape)

[Seite 456] einen Ochsen fassend, Callim. E. G.

Greek (Liddell-Scott)

βουδόκος: -ον, ὁ δεχόμενος, περιλαμβάνων βοῦν, ἢ βοῦς, Καλλιμάχεια ΙΙ, 489 (Scneider).

Spanish (DGE)

-ον
capaz de contener un buey, e.e. enorme ἐχῖνος Call.SHell.268.

Greek Monolingual

βουδόκος, -ον (Α)
(για λέβητα) αυτός που χωράει μέσα του ένα βόδι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βους + -δόκος < δέχομαι (πρβλ. ακοντοδόκος, ιοδόκος)].