-ας, ἡcierta galleta o bizcocho, POxy.397 (I d.C.), cf. βουκ(κ)ίον.
βουκία, η (Α) και βουκιά (Μ)η μπουκιάαρχ.είδος αρτοειδούς γλυκίσματος.[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. bucca «μάγουλο» (πρβλ. βούκα)].