διεθνοποίηση

Revision as of 08:37, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η
1. το να γίνεται ένα ζήτημα διεθνές
2. (για κράτη) η διακυβέρνηση από διεθνή επιτροπή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στα Ελλ. ξεν. όρου
πρβλ. αγγλ. και γαλλ. internationalisation. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στην εφημερίδα Αιών].