ερωτικόβρυτος
Greek Monolingual
ἐρωτικόβρυτος, -η, -ον (Μ)
αυτός που αναβλύζει έρωτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερωτικός + -βρυτος (< βρύω) αντί ερωτό-βρυτος (πρβλ. χαριτόβρυτος)].
ἐρωτικόβρυτος, -η, -ον (Μ)
αυτός που αναβλύζει έρωτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερωτικός + -βρυτος (< βρύω) αντί ερωτό-βρυτος (πρβλ. χαριτόβρυτος)].